- στρεβλωτής
- ο, ΝΑ, και θηλ. στρεβλώτρια Ν [στρεβλῶ, -ώνω]νεοελλ.1. αυτός που στρεβλώνει κάτι2. μτφ. αυτός που διαστρέφει κάτι, που διαστρεβλώνει κάτι («στρεβλωτής τής αλήθειας»)αρχ.η στρέβλη, το στρεβλωτήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεβλωτικός — ή, όν, Μ [στρεβλωτής] κατάλληλος για βασανισμό … Dictionary of Greek
ԳԵԼԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0534 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. ԳԵԼԱՐԱՆ որ եւ ԳԵԼՈՑ. իբր στρεβλωτής Tortura, eculeus եւ corum եւ այլն. Պրկոց, ոլորան. գործի եւ մեքենայ պրկիչ, եւ ոլորմամբ ճնշիչ եւ ճմլիչ. որպէս կոճղ, մամուլ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)